παραλής
(επίθ.)
παραλής
[paraˈlis]
Μισθ.
παραλή
[paraˈli]
Μισθ.
π͑αραλή
[pʰaraˈli]
Μισθ.
παραλού
[paraˈlu]
Μισθ.
π͑αραλή
[pʰaraˈli]
Μισθ.
Από το τουρκ. paralı.
Παραλής, πλούσιος
ό.π.τ.
:
Να γενώ παραλής
(να γίνω πλούσιος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
βαϊριχλού, γιαγλής, ζεγκίνης, πλούσιος :1