ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παρακαλεύω (ρ.) παρακαλεύω [parakaʹlevo] Φάρασ. Από το ρ. παρακαλώ με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -εύω.
Παρακαλώ : Παρακαλεύκαν τον πίτροπο. να ειπεί τις παπάδες να ψάλουν τούρτσ̑ικα τα βαγγέλια (Παρακαλούσαν τον επίτροπο της εκκλησίας να πει στους παπάδες να διαβάσουν τούρκικα τα ευαγγέλια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
Τροποποιήθηκε: 02/08/2025