παράδελφος
(ουσ. αρσ.)
παράδελφος
[paˈraðelfos]
Μαλακ.
Πληθ.
παραδέλφια
[paraˈðelfça]
Μαλακ.
Από το πρόθμ. παρα- και το ουσ. αδελφός. Πβ. ποντ. παραδελφός και παράδελφος.
Ετεροθαλής αδελφός
Πβ.
παραμάνα