παράδελφος
(ουσ. αρσ.)
παράδελφος
[paˈraðelfos]
Μαλακ., Φλογ.
Πληθ.
παραδέλφια
[paraˈðelfça]
Μαλακ., Μισθ.
Από το πρόθμ. παρα- και το ουσ. αδελφός. Η λ. και Πόντ. Δεν σχετίζεται με το αρχ. παράδελφος = θείος από την μεριά του πατέρα.
Ετεροθαλής αδελφός
:
Μάνα δικιά μου μάνα και δικιά του, παραδέλφια είμαστε
(Η δικιά μου η μάνα είναι και δικιά του μάνα, είμαστε ετεροθαλή αδέλφια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πβ.
παραμάνα :2
Τροποποιήθηκε: 20/08/2025