παράβαβας
(ουσ. αρσ.)
παράβαβα
[paˈravava]
Μισθ.
Από το πρόθμ. παρα- και το ουσ. βαβάς, όπου και τύπ. βαβά.
Πατριός
Τροποποιήθηκε: 21/10/2025