παραγγέλλω
(ρ.)
παραγγέλλω
[paraˈŋɟelo]
Ανακ.
παρανdζ̑έλλω
[paranˈdʒelo]
Φάρασ.
παρανdζ̑έλλου
[paranˈdʒelu]
Μισθ.
παρενgειλίσ̑κω
[pareŋɟi'liʃko]
Φλογ.
παρανgελνίσ̑κω
[paraŋɟelˈniʃko]
Αραβαν.
παρεγγλεινίσ̑κω
[pareŋgliˈniʃko]
Αξ.
παρανdζ̑ειλνίξου
[parandʒilˈniksu]
Μισθ.
Αόρ.
παρήνgειλα
[paˈriŋɟila]
Αραβαν., Ποτάμ.
παρήνdζ̑ειλα
[paˈrindʒila]
Μισθ.
παρένgειλα
[paˈreŋɟila]
Σίλατ., Φλογ.
παρέγγ'λα
[paˈreŋgla]
Αξ.
παράγγειλα
[paˈraŋɟila]
Αραβαν.
παράνdζ̑ειλα
[paˈrandʒila]
Φάρασ.
παρήγγελσα
[paʹriŋɟelsa]
Φλογ.
Από το αρχ. ρ. παραγγέλλω. Ο τύπ. παρενgειλίσ̑κω από το θ. αορ. παρενgειλ- και το επίθμ. -ίσκω. Ο τύπ. παρανgελνίσ̑κω σχηματίστηκε με βάση το μη συνοπτ. θ. παρανgελν-. Ο τύπ. παρεγγλινίσ̑κω με μετάθ. του [l].
1. Δίνω διαταγή ή οδηγία
ό.π.τ.
:
Βασ̑ιλιός χολιάζεται· γιολ-λαdίζ̑' τέσσερα ασκεριούς και παρανgελνίσ̑κ' τα
(O βασιλιάς θυμώνει· στένει τέσσερεις στρατιώτες και τους διατάζει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παρανgελνίσ̑κ'σα τελ-λάλια να το λαλήσουν 'ς ούλ-λο τον γκόσμο και να υπάν ούλ-λα τουν ντάμα να τα γαρσ̑ουλαdίσουν
(Διατάζει τους τελάληδες να το διαλαλήσουν σε όλον τον κόσμο και να πάνε όλοι μαζί να τους προϋπαντήσουν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι
ό.π.τ.
:
'τον ήρταν να παν στο γιαbάν', παρέγγ'λαν τ' μάνα μ'
(Όταν ετοιμάστηκαν να πάνε στην ξενιτιά, παράγγειλαν στη μάνα μου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παρέγγλεν ντo μέ κοιμάσαι ντεΐ
(Του παρήγγειλε να μην κοιμάται)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
πιτάζω, τεμπεχλετίζω, μπουγιουρντίζω
3. Συμβουλεύω
ό.π.τ.
:
Ετό το παιρί ον το παρήγγειλαν έπ'κεν το
(Αυτό το παιδί όπως το συμβούλεψαν έκανε)
Αραβαν.
-Φωστ.
Πεθερά μ' παρήγγελσεν με 'τον κάτσεις κουλούκα αν περάσ' παπάς τα πουλιά νίσ̑κουνται καφεσλούδια
(Η πεθερά μου με συμβούλευσε όταν βάλεις κλώσσα γνα κλωσσήσει, αν περάσει παπάς τα κοτόπουλα γίνονται σκουφάτα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Ασμ.
Ολημεριώς Ανδρόνικος τους υιούς του παρανgέλλει
"Παιδιά μ' αν κυνηγήσετε, παιδιά μ' αν κυνηγάτε,
κάτω μην κατεβατε, κάτω μην κατεβείτε» (Ολημερίς ο Ανδρόνικος τους γιούς του συμβουλεύει
«Παδιά μου, αν κυνηγήσετε, παιδιά μου αν κυνηγάτε,
κάτω μην κατεβαίνετε, κάτω μην κατεβείτε») Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
"Παιδιά μ' αν κυνηγήσετε, παιδιά μ' αν κυνηγάτε,
κάτω μην κατεβατε, κάτω μην κατεβείτε» (Ολημερίς ο Ανδρόνικος τους γιούς του συμβουλεύει
«Παδιά μου, αν κυνηγήσετε, παιδιά μου αν κυνηγάτε,
κάτω μην κατεβαίνετε, κάτω μην κατεβείτε») Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
4. Δίνω παραγγελία
Φάρασ.
:
Άμε σον κουρά ραδέ, παράνdζ̑ειλ' α ζυγάς σιδερώναν τσαρούχα̈ τζ̑αι φόρεσ' τα
(Πήγαινε στο σιδηρουργείο αμέσως, πάραγγειλε ένα ζευγάρι σιδερένια τσαρούχια και φόρεσέ τα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
τεμπεχλετίζω