παραδέχομαι
(ρ.)
παραδέχουμι
[paraˈðexumi]
Τσελτ.
παραδεχιέμι
[paraðeˈçemi]
Μισθ.
Από το αρχ. ρ. παραδέχομαι = α) παραδέχομαι, β) (απο)δἐχομαι γ) (παρα)λαμβάνω. Ο τύπ. παραδεχιέμι με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ιέμαι.