ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παραδέχομαι (ρ.) παραδέχουμι [paraˈðexumi] Τσελτ. παραδεχιέμι [paraðeˈçemi] Μισθ. Από το αρχ. ρ. παραδέχομαι = α) παραδέχομαι, β) (απο)δἐχομαι γ) (παρα)λαμβάνω. Ο τύπ. παραδεχιέμι με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ιέμαι.
1. Ομολογώ, παραδέχομαι την ευθύνη για κάτι Μισθ. Συνών. δεχιέμαι
2. Αντέχω, ανέχομαι Τσελτ. Συνών. κουρτώ, νταγιαντίζω, τραβώ