δεχιέμαι
(ρ.)
ντεχιέμι
[deˈçemi]
Μισθ.
Αόρ.
δέχτηνα
[ˈðextina]
Σινασσ.
Από το αρχ. ρ. δέχομαι με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ιέμαι. Για τον τύπ. ντεχά, πβ. ν.ε. διαλεκτ. δέχας. Για την σημ. βλ. ΙΛΝΕ (λ. δέχομαι, 8β).
1. Δέχομαι, αποδέχομαι, συμφωνώ
Σινασσ.
:
Τι να ποίκ' η Πιγγάβ', ήθελε δεν ήθελε δέχτηνε
(Τι να κάνει η Πιγγάβα, ήθελε δεν ήθελε δέχτηκε)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Συνών.
ουγιτίζω :2
3. Γίνομαι δεκτός
Μισθ.