δεσπότης
(ουσ. αρσ.)
δεσπότης
[ðeˈspotis]
Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
δεσπότ'ς
[ðeˈspots]
Αξ., Δίλ., Φλογ.
δεσπότ'
[ðeˈspot]
Αραβ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ.
ντεσπότης
[deˈspotis]
Μισθ.
ντεσπότη
[deˈspoti]
Ουλαγ.
ντεσπότ'
[deˈspot]
Αξ., Τροχ., Φερτάκ.
ντεσπότσ̑ης
[deˈspotʃis]
Αραβαν.
ρεσπότσ̑ης
[reˈspotʃis]
Σίλ.
Γεν.
δεσποτιού
[ðespoˈtʝu]
Φλογ.
Από το αρχ. ουσ. δεσπότης = αφέντης, κύριος. Η σημ. ‘επίσκοπος’ μεταγν., από την κλητ. προσφώνηση δέσποτα. Βλ. και ΙΛΝΕ, λ. δεσπότης.
Δεσπότης
ό.π.τ.
:
Ντεσπότης άης 'νι
(Δεσπότης άγιος είναι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ετό καλεύ' ένα άλογο, παίρ' κι ένα τσιφτέ, κοφτ' δεσποτιού τη στράτα
(Αυτός καβαλικεύει ένα άλογο, παίρνει κι ένα όπλο, κόβει τον δρόμο του δεσπότη)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ
Έτρεξαν να τα είπουν σο ντεσπόσ̑': «Ντεσπόσ̑', εφένdη, τσ̑αχτσ̑ά και τσ̑αχτσ̑ά έν-νε'». Ντεσπότσ̑ης σ̑άισε
(Έτρεξαν να το πουν στον δεσπότη: «Δεσπότη μας, έτσι κι έτσι έγινε». Ο δεσπότης σάστισε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ξέβ'κι ρεσπότσ̑ης αgών̑ιν απάνου κι καλάdζ̑ιψι
(Ανέβηκε ο δεσπότης πάνω στον άμβωνα και μίλησε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σο μεμλεκέτι ήτουν α ζόρι Δεσπότ' πολύ δεβασμένο
(Στην πατρίδα ήταν ένας σπουδαίος Δεσπότης, πολύ μορφωμένος)
Φκόσ.
-Παπαδ.
Ο δεσπότ' μο τον παπά πόμειναν σης στράτας τη μέση
(Ο δεσπότης με τον παπά έμειναν στην μέση του δρόμου)
Καρατζάβ.
-Παπαδ.
|| Φρ.
Ντεσπότ' άραπους
(O άνθρωπος του δεσπότη˙ ο συνοδός του δεσπότη)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Παντρεύεις και τον Δεσπότ'!
(Παντρεύεις και τον Δεσπότη˙ για πονηρές και καπάτσες γυναίκες)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Παροιμ.
Ίσα μ' ένα δεσπότη έφαγα
(Έφαγα όσο ένας δεσπότης˙ για άνθρωπο άπληστο)
Σινασσ.
-Αρχέλ.