δέσιμο
δέσιμο
[ˈðesimo]
Γούρδ.
ντέσιμο
[ʹdesimo]
Αραβ.
ντέσ̑ιμο
[ˈdeʃimo]
Αραβαν.
ντήσ̑ιμο
[ˈdiʃimo]
Μισθ.
ντήσιμου
[ˈdisimu]
Μισθ.
ντήσ̑ιμου
[ˈdiʃimu]
Μισθ.
ντήσ̑ιμα
[ˈdiʃima]
Μισθ.
ρήσ̑ιμα
[ˈriʃima]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. δέσιμον (μαρτυρείται με την μτφ. σημ. ‘δεσμός, δέσμευση’). Οι τύποι με -η- έχουν σχηματιστεί με βάση το θ. του αορ. (βλ. δένω). Οι τύποι σε -μα κατά τα ουδ. σε -μα μέσω του κοινού σχηματισμού του πληθ. (πβ. βήμα - βήματα).
1. Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δένω
ό.π.τ.
:
Ντεματιού το ντήσιμου
(Το δέσιμο του δεματιού)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σέλει καλό ένα ρήσ̑ιμα
(Θέλει ένα καλό δέσιμο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ιτούρα κρεύνι τσ̑ι λίου ντήσιμου
(Αυτά θέλουνε και λίγο δέσιμο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Σ̑αλβαριού ντου ντήσ̑ιμου
(Το δέσιμο του σαλβαριού˙ βρακοζώνη με μήκος έως 3 μ. και με δύο χρωματιστές μεγάλες φούντες στις δύο άκρες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
δένημα :1, λήτεμα
2. Μαγική πρόκληση ανδρικής ανικανότητας, ιδίως σε νυμφευόμενο άνδρα
Αραβ., Μισθ.
:
Τα ψάρια με το χωρίδ’ παίρναν μαζί και τα ντεσίματα
(Τα ψάρια μαζί με τα ούρα έπαιρναν μαζί και τα μαγικά δεσίματα)
Αραβ.
-Νίγδελ.Αραβ.