ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δέσιμο δέσιμο [ˈðesimo] Γούρδ. ντέσιμο [ʹdesimo] Αραβ. ντέσ̑ιμο [ˈdeʃimo] Αραβαν. ντήσ̑ιμο [ˈdiʃimo] Μισθ. ντήσιμου [ˈdisimu] Μισθ. ντήσ̑ιμου [ˈdiʃimu] Μισθ. ντήσ̑ιμα [ˈdiʃima] Μισθ. ρήσ̑ιμα [ˈriʃima] Σίλ. Από το μεσν. ουσ. δέσιμον (μαρτυρείται με την μτφ. σημ. ‘δεσμός, δέσμευση’). Οι τύποι με -η- έχουν σχηματιστεί με βάση το θ. του αορ. (βλ. δένω). Οι τύποι σε -μα κατά τα ουδ. σε -μα μέσω του κοινού σχηματισμού του πληθ. (πβ. βήμα - βήματα).
1. Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δένω ό.π.τ. : Ντεματιού το ντήσιμου (Το δέσιμο του δεματιού) Μισθ. -Κοτσαν. Σέλει καλό ένα ρήσ̑ιμα (Θέλει ένα καλό δέσιμο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ιτούρα κρεύνι τσ̑ι λίου ντήσιμου (Αυτά θέλουνε και λίγο δέσιμο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Σ̑αλβαριού ντου ντήσ̑ιμου (Το δέσιμο του σαλβαριού˙ βρακοζώνη με μήκος έως 3 μ. και με δύο χρωματιστές μεγάλες φούντες στις δύο άκρες) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. δένημα :1, λήτεμα
2. Μαγική πρόκληση ανδρικής ανικανότητας, ιδίως σε νυμφευόμενο άνδρα Αραβ., Μισθ. : Τα ψάρια με το χωρίδ’ παίρναν μαζί και τα ντεσίματα (Τα ψάρια μαζί με τα ούρα έπαιρναν μαζί και τα μαγικά δεσίματα) Αραβ. -Νίγδελ.Αραβ.