δεξιάλλαϊ
(επίρρ.)
ντεξ̑άλλαϊ
[deˈkʃalai]
Μισθ.
Από το επίρρ. δεξιά, όπου και τύπ. ντεξ̑ά και το ουσ. αλλάγι, όπου και τύπ. αλλάι.
2. Ευνοϊκά, αίσια
:
Χεός ούλα να δα φέρ' ντεξ̑άλλαϊ
(Ο Θεός θα τα φέρει όλα δεξιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.