ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δεξιάλλαϊ (επίρρ.) ντεξ̑άλλαϊ [deˈkʃalai] Μισθ. Από το επίρρ. δεξιά, όπου και τύπ. ντεξ̑ά και το ουσ. αλλάγι, όπου και τύπ. αλλάι.
1. Δεξιά, προς τα δεξιά : Κάτσι απ' του Γιοβάν' ντεξ̑άλλαϊ (Κάτσε δεξιά από τον Γιάννη) Μισθ. -Κοτσαν. Άμι ντεξ̑άλλαϊ (Πήγαινε προς τα δεξιά) Μισθ. -Φατ. Ντεξ̑άλλαϊ ράντσα ντου νταγ̇κίσ' (Από την δεξιά πλευρά είδα την θάλασσα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Αντίθ σολάκλαϊ, Συνών. δεξιά
2. Ευνοϊκά, αίσια : Χεός ούλα να δα φέρ' ντεξ̑άλλαϊ (Ο Θεός θα τα φέρει όλα δεξιά) Μισθ. -Κοτσαν.