ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δεμάτι (ουσ. ουδ.) δεμάτι [ðeˈmati] Σινασσ., Φάρασ. δεμάτ' [ðeˈmat] Μαλακ., Τροχ. ντεμάτ' [deˈmat] Μισθ. Πληθ. τεμάτα [teˈmata] Τσουχούρ. Από το μεταγν. ουσ. δεμάτιον, υποκορ. του δέμα.
1. Χερόβολο θερισμένων σταχυών ό.π.τ. : Τα κάνκαμε δεμάτια και οι ναίκες φορτωνόσανdε και τα παένκανε στο αλώνι και τα στοιβιάζανε (Τα κάναμε δεμάτια και οι γυναίκες τα φορτώνονταν και τα πηγαίνανε στο αλώνι και τα στοιβάζανε) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 σ̑έριξαμ' ντα ντεμάτια μι ντου ντεκράν' ντατσ̑απάν', να γενεί μέγα κιάσ' (Πετούσαμε τα δεμάτια με το δικράνι για να γίνει η θημωνιά) Μισθ. -Κοτσαν. Κουβάλειναν τα ντεμάτια (Κουβαλούσαν τα δεμάτια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Κουβαλέν’gαν τα τεμάτα ’ς αώνι μο τον αραπά, τάμισα μο τα γαgλία (Κουβαλούσαν τα δεμάτια με το κάρο στο αλώνι, άλλοι με τα δίτροχα κάρα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. δέμα :1, κολτούκι :4, σαλάκα :1
2. Μεγάλη δέσμη από κλαδιά Φάρασ. : Όταν θέλαμε να ψήσουμε φαΐ, καταβάσκαμε ένα δεμάτι και ψένκαμε (Όταν θέλαμε να ψήσουμε φαΐ, κατεβάζαμε ένα δεμάτι κληματόβεργες και ψήναμε) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142