ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δεκατρείς (αριθμ.) δεκατρείς [ðekaˈtris] Σινασσ. δεκατρία [ðekaˈtria] Σίλατ., Τσουχούρ. ντεκατρία [dekaˈtria] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ. κατρία [kaˈtria] Μισθ., Τσαρικ. Γεν. ρεκατριώ [rekatriˈo] Σίλ. Αρχ. αριθμ. δεκατρεῖς. Ο τύπ. δεκατρία μεταγν.
Δεκατρία ό.π.τ. : 'ενίσκιτι ρεκατριώ χρονώ (Έγινε δεκατριών ετών) Σίλ. -Dawk. 'τουν τσ̑όουσι ντώεκα χρονού, ντεκατρία χρονού, παίνιξις σα χωράφια; (Όταν ήσουνα δώδεκα χρονών, δεκατριών χρονών, πήγαινες στα χωράφια;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Ασμ. Πέρασαν χρόνους δώδεκα, στους δεκατρείς ’νεμέσα
η μάνα τ’ αναστέναζε στα μαύρα βουτημένη
(Πέρασαν χρόνια δώδεκα, πάνω στα δεκατρία
η μάνα του αναστέναζε στα μαύρα βουτηγμένη)
Σινασσ. -Λεύκωμα