ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δεκάρα (ουσ. θηλ.) δεκάρα [ðeˈkara] Τροχ., Φάρασ. ντεκάρα [deˈkara] Δίλ., Μισθ. Από το ουσ. δεκάρι και το παραγωγ. επίθμ. .
Δεκάρα ό.π.τ. : Tσ̑είνους να̈ α δεκάρα πάλι τζ̑ο δώτσ̑ι μι (Εκείνος πάλι δεν μου έδωσε ούτε μία δεκάρα) Φάρασ. -Αναστασ. Χάιντε, εσένα να το ποίκω τρία δεκάρες (Άντε, εσένα (χαριστικά το ύφασμα) να το φτιάξω για τρεις δεκάρες τον πήχυ) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.