δεκάρα
(ουσ. θηλ.)
δεκάρα
[ðeˈkara]
Τροχ., Φάρασ.
ντεκάρα
[deˈkara]
Δίλ., Μισθ.
Από το ουσ. δεκάρι και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Δεκάρα
ό.π.τ.
:
Tσ̑είνους να̈ α δεκάρα πάλι τζ̑ο δώτσ̑ι μι
(Εκείνος πάλι δεν μου έδωσε ούτε μία δεκάρα)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Χάιντε, εσένα να το ποίκω τρία δεκάρες
(Άντε, εσένα (χαριστικά το ύφασμα) να το φτιάξω για τρεις δεκάρες τον πήχυ)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.