ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δεκατέσσερεις (επίθ.,αριθμ.) ρεκατέσσερεις [rekaˈteseris] Σίλ. δεκατέσσερα [ðekaˈtesera] Ανακ., Μισθ., Τσουχούρ. δεκατέσσαρα [ðekaˈtesara] Φάρασ. ντεκατέσσερα [dekaˈtesera] Αραβαν., Ουλαγ. ρεκατέσσερα [rekaˈtesera] Σίλ. κατέσ̑σ̑ιρα [kaˈteʃira] Μισθ. κετέσσερα [cekaˈtesera] Σίλ. Από το μεταγν. αριθμ. δεκατέσσαρες, δεκατέσσαρα.
Δεκατέσσερεις ό.π.τ. : Ρεκατέσσαρεις χρόνους κάσιτι γουρμπετλί (Δεκατέσσερις χρόνους έμεινε ξενιτεμένος) Σίλ. -Dawk. Εγώ τσ̑όγουμ' δεκατέσσερα χρονού, ντούλιψα νεκκλησ̑ά τσ̑ι κουβάλεινα χτάρια (Εγώ όταν ήμουν δεκατεσσάρων χρονών, δούλεψα στην εκκλησία και κουβαλούσα πέτρες) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Ασμ. Λύε με, μάνα μ’ λύε με
Τα χρόνια μ’ δεκατέσσερα, ασπρίσαν τα μαλλία μ’
( Λύσε με, μάνα, λύσε με,
τα χρόνια μου δεκατέσσερα, άσπρισαν τα μαλλιά μου )
Μισθ. -Κωστ.Μ.