δεκαεννιά
(επίθ.,αριθμ.)
δεκαεννέα
[ðekaeˈnea]
Τσουχούρ.
δεκαϊννιά
[ðekaiˈɲa]
Μαλακ., Φάρασ., Φλογ.
δεκαϊννα̈́
[ðekaiˈnæ]
Φάρασ.
ντεκεννιά
[deceˈɲa]
Αξ.
ντεκιννιά
[deciˈɲa]
Ουλαγ.
ντικιννιά
[diciˈɲa]
Αραβαν.
ρεκαννιά
[rekaˈɲa]
Σίλ.
δεκαεννέ
[ðekaeˈne]
Φάρασ.
ντιτσ̑εννιά
[ditʃeˈɲa]
Μισθ.
ντετσ̑ιννιά
[detʃiˈɲa]
Τσαρικ.
Από το μεταγν. αριθμ. δεκαεννέα.
Δεκαεννιά
ό.π.τ.
:
Πήρε δεκαϊννιά παράδια
(Πήρε δεκαεννέα παράδες)
Φλογ.
-Dawk.
Γιεσιρλάντσ̑αμ' ντιτσ̑εννιά ονουμάτ'
(Αιχμαλωτίσαμε δεκαεννέα ανθρώπους)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Παροιμ.
Ο Μάρτης λένκεν ντι: «Ä́ρ’ να μην μποίκω σ̑ειμό σα εννα̈́, 'α ποίκω σα δεκαϊννα̈́. α̈́ρ’ να μην μποίκω σα δεκαϊννα̈́, σα εικοσιεννα̈́ ’α νάρτω μο τον αραπά»
(Ο Μάρτης έλεγε: «Αν δεν κάνω χειμώνα στις εννιά, θα κάνω στις δεκαεννιά. Αν δεν κάνω στις δεκαεννιά, στις είκοσι εννιά θα έρθω με τον αραμπά»˙ κατά την διάρκεια του Μαρτίου υπάρχει πάντα κακοκαιρία)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.