δεβοσυνάτης
(επίθ.)
δεβοσυνάτ'ς
[ðevosiˈnats]
Φάρασ.
Από το ουσ. δεβοσύνη και το παραγωγ. επίθμ. -άτος > -άτης .
Διαβολικός, πανούργος
Συνών.
δεβοσυνούτικος :1, διαβολικός