ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δαχτυλήθρα (ουσ.) δαχτυλήθρα [ðaxtiˈliθra] Σίλατ., Σίλ. νταχτυλήθρα [daxtiˈliθra] Μισθ. νταχτυλήτρα [daxtiˈlitra] Μισθ., Σεμέντρ. Από το αρχ. ουσ. δακτυλήθρα = προστατευτικό κάλυμμα των δαχτύλων.
1. Δαχτυλήθρα, μικρή θήκη με την οποία προστατεύεται η άκρη του μεσαίου δαχτύλου κατά το ράψιμο ό.π.τ. Συνών. δαχτυλίδι :2
2. Δαχτυλίδι Σεμέντρ. : Σο νταχτύλ’ του είζεν το νταχτυλίτρα (Στο δάχτυλό του είχε το δαχτυλίδι) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ283 Συνών. γιουσούκ, δαχτυλίδι :1