δαχτυλήθρα
(ουσ.)
δαχτυλήθρα
[ðaxtiˈliθra]
Σίλατ., Σίλ.
νταχτυλήθρα
[daxtiˈliθra]
Μισθ.
νταχτυλήτρα
[daxtiˈlitra]
Μισθ., Σεμέντρ.
Από το αρχ. ουσ. δακτυλήθρα = προστατευτικό κάλυμμα των δαχτύλων.
1. Δαχτυλήθρα, μικρή θήκη με την οποία προστατεύεται η άκρη του μεσαίου δαχτύλου κατά το ράψιμο
ό.π.τ.
Συνών.
δαχτυλίδι :2
2. Δαχτυλίδι
Σεμέντρ.
:
Σο νταχτύλ’ του είζεν το νταχτυλίτρα
(Στο δάχτυλό του είχε το δαχτυλίδι)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ283
Συνών.
γιουσούκ, δαχτυλίδι :1