δανείζω
(ρ.)
δανείζω
[ðaˈnizo]
Γούρδ., Σινασσ.
ντανείζου
[daˈnizu]
Μισθ.
ρανείζου
[raˈnizu]
Σίλ.
βανείζου
[vaˈnizu]
Φάρασ.
Αόρ.
εδάνεισα
[ˈeðanisa]
Σινασσ.
βάν'σα
[ˈvansa]
Φάρασ.
Παθ.
δανείζουμαι
[ðaˈnizume]
Γούρδ.
ντανειζιέμι
[daniˈzʝemi]
Μισθ.
Αόρ.
δανείστα
[ðaˈnista]
Γούρδ.
Aρχ. ρ. δανείζω.
Δανείζω
ό.π.τ.
:
Σε ρανειστούμ'
(Θα δανειστούμε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Ασμ.
Εσέν αφέντη έπρεπε στα πλούτη να καθίσεις
Τὄνα σου χέρι να μετρά και τ' άλλο να δανείζει (Εσύ αφέντη έπρεπε στα πλούτη να καθίσεις
Το ένα σου χέρι να μετρά και τ' άλλο να δανείζει
(κάλαντα πρωτοχρονιάς)) Σινασσ. -Αρχέλ. -Ψωμί φιλί τον δάνεισα, κι είπε να με τα δώσεις
-Ψωμί αν τον εδάνεισες, εγώ να σ' το πλερώσω,
φιλί αν τον εδάνεισες πάνε αλλού να τό 'βρεις
Σινασσ. -Λεύκωμα
Τὄνα σου χέρι να μετρά και τ' άλλο να δανείζει (Εσύ αφέντη έπρεπε στα πλούτη να καθίσεις
Το ένα σου χέρι να μετρά και τ' άλλο να δανείζει
(κάλαντα πρωτοχρονιάς)) Σινασσ. -Αρχέλ. -Ψωμί φιλί τον δάνεισα, κι είπε να με τα δώσεις
-Ψωμί αν τον εδάνεισες, εγώ να σ' το πλερώσω,
φιλί αν τον εδάνεισες πάνε αλλού να τό 'βρεις
Σινασσ. -Λεύκωμα