ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δαιμονικό (ουσ. ουδ.) δαιμονικό [ðemoniˈko] Γούρδ., Τελμ. νταιμονικό [demoniˈko] Αραβαν. ντιμονικό [dimoniˈko] Αραβαν. Από το μεταγν. επιθ. δαιμονικός = που καταλαμβάνεται από δαίμονες. Η ουσιαστικοπ. του ουδ. ήδη μεσν., πβ. Φυσιολ. 373.28 «τὰ τέσσερα δαιμονικὰ τὴν νύκταν οὐ κοιμοῦνται».
Δαιμόνιο, ξωτικό ό.π.τ. : Τότε ανgλάξαν το που ήτανε δαιμονικά και το φώναζαν «έλα παρακάτω» να το πάνε σε κανένα ντερέ να το μισερώσουν και να του πάρουν τη λαλιά τ’ (Τότε κατάλαβαν ότι ήτανε δαιμόνια και του φώναζαν «έλα παρακάτω» για να τον παρασύρουν σε καμιά ρεματιά, να τον αποδυναμώσουν και να του πάρουν την μιλιά) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. αερικό, διάβολος, κατσώρα, μερζεβούλ