ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δάκρυ (ουσ. ουδ.) δάκρυ [ˈðakri] Γούρδ., Μισθ., Σινασσ., Τελμ. ντάκρυ [ˈdakri] Αραβαν., Μισθ. δάκι̂ρ' [ˈðakɯr] Μαλακ. ντάκι̂ρ' [ˈdakɯr] Αξ. ντακρύ [daˈkri] Ουλαγ. ράκι̂́ρι [ˈrakɯri] Σίλ. ντάκρους [ˈdakrus] Μισθ. Θηλ. δάκρα η [ˈðakra] Φάρασ. Πληθ. δάκρυα [ˈðakria] Τελμ. ντάκρουγια [ˈdakruʝa] Μισθ. ντακρύα [daˈkria] Ουλαγ. δάκι̂ρια [ˈðakɯrʝa] Μαλακ. δάκρες [ˈðakres] Φάρασ. Aρχ. ουσ. δάκρυον (και ποιητ. δάκρυ).
Δάκρυ ό.π.τ. : Χριστού και Παναγίας το ’κόνισμα ομbρό αστεναριού αδελφό γονάτ'σε και με δάκρυα παρακάλ'νε να γιαρώσουν τ' αδελφό τ' (Ο αδελφός του αρρώστου στο εικόνισμα του Χριστού και της Παναγιάς μπροστά γονάτισε και με δάκρυα παρακαλούσε να γιατρέψουν τον αδελφό του) Γούρδ. -Καράμπ. Απ' εσέ κιμόν' ντα κόνωσα ντα ντακρύα ντε λεΐζονται (Τα δάκρυα που έχυσα εξαιτίας σου δεν λέγονται) Ουλαγ. -Κεσ. Ογώ για σε τσιμόνου πολλά ντάκρουϊα κώνουσα (Εγώ εξαιτίας σου έχυσα πολλά δάκρυα) Μισθ. -Κοτσαν. Κονώσκασ̑ι τα ράκι̂ρυα μ' πολλά (Έχυσα πολλά δάκρυα) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Έκουαψε μαύρα δάκρες (Έκλαψε μαύρα δάκρυα˙ έκλαψε πολύ) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Ασμ. Ξανθό κοράσον απήντησα σα δάκρυα λουσμένο (Ξανθό κορίτσι συνάντησα, στα δάκρυα λουσμένο) Τελμ. -Lag. Nα παστρέψει του κριμάτουν τη δάκρα (Να σκουπίσει της αμαρτίας το δάκρυ, ενν. ο Χριστός) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.