δαυλί
(ουσ. ουδ.)
δαυλί
[ðaˈvli]
Γούρδ.
νταυλί
[daˈvli]
Αραβαν.
Από το μεσν. ουσ. δαυλίν, υποκορ. του αρχ. ουσ. δαυλός. Για τον τύπ. νταυλί, πβ. και τουρκ. διαλεκτ. davlı = καυσόξυλο (Tietze 1955: 216).