ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δαχτυλίδι (ουσ. ουδ.) δαχτυλίδι [ðaxtiˈliði] Σατ., Σίλατ., Τσουχούρ., Φάρασ. νταχτυλίτ' [daxtiˈlit] Τσαρικ. λαχτυλίδι [laxtˈliði] Ανακ., Σινασσ. λαχτσυλίρι [laxtsiˈliri] Σίλ. Θηλ. δαχτυλίδα [ðaxtiˈliða] Σινασσ., Φάρασ. νταχτυλίγια [daxtiˈliʝa] Αξ., Σίλατ. νταχτυλία [daxtiˈlia] Μισθ., Τροχ., Τσαρικ. λαχτυλίδα [laxtiˈliða] Μαλακ., Φάρασ., Φλογ. νταχτσ̑υλίρα [daxtʃiˈlira] Αραβαν., Γούρδ. λαχτυλία [laxtiˈlia] Μισθ. λαχτσυρίρα [laxtsiˈrira] Σίλ. Μεσν. ουσ. δαχτυλίδι (< μεταγν. δακτυλίδιον). Οι τύπ. θηλ. με αλλαγή γένους πιθ. βάσει της ον./αιτ. πληθ. Oι τύπ. με αρκτ. [l] από υποχωρητ. αφομ. Η σημ. 2 πιθ. από επίδρ. του ουσ. δαχτυλήθρα λόγω μορφικής ομοιότητας.
1. Δαχτυλίδι ό.π.τ. : Τα κορτσόκκα θεκνίγκανι 'πέσου ’π’ έν’ δαχτυλίδι, α βρουσ̑άλι (Τα κορίτσια έβαζαν μέσα (ενν. στις στάμνες κατά την διάρκεια του κλήδονα) από ένα δακτυλίδι, ένα βραχιόλι) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Έθακαν τα δαχτυλίδε τουν ’ς ε θάλιν 'πουκάτου (Έβαλαν τα δαχτυλίδια τους κάτω από μιά πέτρα) Σατ. -Παπαδ. Έχ’ έναν καλό λαχτσυλίρι με κόκκινου χαγιά (Έχει ένα καλό δαχτυλίδι με κόκκινη πέτρα, δηλ. ρουμπίνι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Νταχτυλία μ' έπισι σου ντανίσ' (Το δαχτυλίδι μου έπεσε στην θάλασσα) Μισθ. -Dawk. Δέβασεν τη λαχτυλίδα σο δαχτύλιν ντου (Πέρασε το δαχτυλίδι στο δάχτυλό του) Φάρασ. -Dawk. Τσ̑η λαχτσυρίρα απάν' είσι ελμάσι (Πάνω στο δαχτυλίδι είχε ένα διαμάντι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πάππου να δου ντώκ', λέει, ένα νταχτυλία (Ο παππούς θα του δώσει, λέει, ένα δαχτυλίδι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μέγα νταχτυλία (Μεγάλο δαχτυλίδι) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 || Ασμ. Με χουρσά τα μανίκια της τα σ̑όνια 'πετινάζει,
με χουρσό λαχτυλίδι τα παγούρια τσακίζει
(Με χρυσά τα μανίκια της τα χιόνια αποτινάζει,
με χρυσό δαχτυλίδι τους πάγους τσακίζει )
Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
Πάρτε την δαχτυλίδα μου, παπάδες και αρχόντοι
να πάγω 'γώ 'ς τη μάνα μου, γάμου γαΐτι νά 'χει
(Πάρτε το δαχτυλίδι μου, παπάδες και αρχόντοι
να πάω εγώ στην μάνα μου, να κάνει τις προετοιμασίες του γάμου)
Σινασσ. -Αρχέλ.
Τη δακτυλίδα μ' έχασα, να πάγω να την εύρω (Το δαχτυλίδι μου έχασα, θα πάω να το βρώ) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. γιουσούκ, δαχτυλήθρα
β. Ειδικότ., βέρα Σίλ. : Πέρασαμ’ τσι λαχτσυρίρις (Περάσαμε τις βέρες ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Δαχτυλήθρα Αραβαν. Συνών. δαχτυλήθρα