δασκαλοσύνη
(ουσ. θηλ.)
δασκαλοψ̑ύμ'
[ðaskalopʃim]
Μαλακ.
Από το ουσ. δάσκαλος και το παραγωγ. επίθμ. -σύνη.
Το επάγγελμα του δασκάλου