ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δακρύζω (ρ.) δακρύζω [ðaˈkrizo] Γούρδ., Ουλαγ. ντακρύζου [daˈkrizu] Μισθ. ρακρύζου [raˈkrizu] Σίλ. Παθ. δακρούμαι [ðaˈkrume] Ποτάμ. Αόρ. εδακρώθα [eðaˈkroθa] Ποτάμ. Από το αρχ. ρ. δακρύω. Ο τύπ. δακρύζω ήδη μεσν.
Δακρύζω ό.π.τ. : Ντακρύιζ' του μάτι μ' (Δακρύζει το μάτι μου) Μισθ. -Κοτσαν. Ρακρύζει του μάτσ̑ι μου (Δακρύζει το μάτι μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Δακρύζουν τα μάτια τ', όζαμαν κονώται ντο νούρι τ' (Δακρύζουν τα μάτια του, την ώρα που φεύγει το πνεύμα του) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Ασμ. Σαν το είδεν η ξαθή κόρη, πολύ τον εδακρώθη
«Μην κλαις, μην κλαις, ξαθή κορή,
μην κλαις και μη δακρούσαι»
(Όταν τον είδε η ξανθή κόρη, πολύ έκλαψε γι' αυτόν
«Mην κλαίς, μην κλαίς ξανθή κόρη
, μην κλαις και μη δακρύζεις»)
Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327