δακρύζω
(ρ.)
δακρύζω
[ðaˈkrizo]
Γούρδ., Ουλαγ.
ντακρύζου
[daˈkrizu]
Μισθ.
ρακρύζου
[raˈkrizu]
Σίλ.
Παθ.
δακρούμαι
[ðaˈkrume]
Ποτάμ.
Αόρ.
εδακρώθα
[eðaˈkroθa]
Ποτάμ.
Από το αρχ. ρ. δακρύω. Ο τύπ. δακρύζω ήδη μεσν.
Δακρύζω
ό.π.τ.
:
Ντακρύιζ' του μάτι μ'
(Δακρύζει το μάτι μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ρακρύζει του μάτσ̑ι μου
(Δακρύζει το μάτι μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Δακρύζουν τα μάτια τ', όζαμαν κονώται ντο νούρι τ'
(Δακρύζουν τα μάτια του, την ώρα που φεύγει το πνεύμα του)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Ασμ.
Σαν το είδεν η ξαθή κόρη, πολύ τον εδακρώθη
«Μην κλαις, μην κλαις, ξαθή κορή,
μην κλαις και μη δακρούσαι» (Όταν τον είδε η ξανθή κόρη, πολύ έκλαψε γι' αυτόν
«Mην κλαίς, μην κλαίς ξανθή κόρη
, μην κλαις και μη δακρύζεις») Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
«Μην κλαις, μην κλαις, ξαθή κορή,
μην κλαις και μη δακρούσαι» (Όταν τον είδε η ξανθή κόρη, πολύ έκλαψε γι' αυτόν
«Mην κλαίς, μην κλαίς ξανθή κόρη
, μην κλαις και μη δακρύζεις») Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327