ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δαγκάνω (ρ.) νταgάνω [daˈgano] Αξ. ραgάνω [raˈgano] Σίλ. ντακώνου [daˈkonu] Μισθ. Αόρ. ράgασα [ˈragasa] Σίλ. Μεταγν. ρ. δαγκάνω.
1. Δαγκώνω ό.π.τ. : Ντακώνου του ψωμί (Δαγκώνω το ψωμί) Μισθ. -ΚΜΣ-ΚΠ242 Συνών. δάκνω
2. Για έντομα, τσιμπώ ό.π.τ. : Μύα έκατσι σ̑έρι μ’ απάνου, ράgασέ με (Η μύγα έκατσε πάνω στο χέρι μου, με τσίμπησε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. δάκνω