δαιμονίζομαι
(ρ.)
δαιμονίζομαι
[ðemoˈnizome]
Σινασσ.
Μτχ.
δαιμονισμένου
[ðemoniˈzmenu]
Μαλακ.
νταιμονισμένο
[demoniˈzmeno]
Αραβαν.
Μεταγν. ρ. δαιμονίζομαι (αρχ. σημ. ‘ανήκω στην δικαιοδοσία ή την εξουσία μιας θεότητας’). Η σημ. 2 μεσν.
3. Υποπτεύομαι
Σινασσ.