ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δαιμονίζομαι (ρ.) δαιμονίζομαι [ðemoˈnizome] Σινασσ. Μτχ. δαιμονισμένου [ðemoniˈzmenu] Μαλακ. νταιμονισμένο [demoniˈzmeno] Αραβαν. Μεταγν. ρ. δαιμονίζομαι (αρχ. σημ. ‘ανήκω στην δικαιοδοσία ή την εξουσία μιας θεότητας’). Η σημ. 2 μεσν.
1. Κατέχομαι από κάποιο δαιμόνιο, τρελαίνομαι Αραβαν., Μαλακ., Σινασσ. Συνών. ντελεντώ, σαλεύω :4, τσανίζω
2. Δυσανασχετώ, δυστροπώ, διαολίζομαι Σινασσ. Συνών. γαυριάζω :2, κοροζεύω :1
3. Υποπτεύομαι Σινασσ.