ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσανίζω (ρ.) σανίζω [saˈnizo] Γούρδ. τσανίζω [tsaˈnizo] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Σινασσ., Φάρασ. τζανίζω [dzaˈnizo] Φάρασ. τσανίζου [tsaˈnizu] Μισθ. τσανdίζω [tsanˈdizo] Καππ. Αόρ. τσ̑άν'σα [ˈtʃansa] Αραβαν., Μισθ. τσάντσα [ˈtsantsa] Μισθ., Φάρασ. Υποτ. τσανίσω [tsaˈniso] Αραβαν. τσ̑ανίσου [tʃaˈnisu] Μισθ. Μτχ. τσανημένου [tsaniˈmenu] Aπό το επιθ. τσανός και το παραγωγ. επιθμ. -ίζω.
1. Αμτβ., τρελαίνομαι Καππ., Σίλ. : Λάφζi χερίφος τσ̑άν'σε (Οπωσδήποτε ο άνθρωπος τρελάθηκε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Όνdενε πήγε κι είπεν ντα ούλ-λα ετιά σο πατισ̑άχο, πατισ̑άχοζ λίγο ακούμ' να τσ̑ανίσ̑' (Όταν πήγε και τα είπε όλα στον βασιλιά, ο βασιλιάς παραλίγο να τρελαθεί) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ασ' τη χαρά τ' τσάντσεν (Τρελάθηκε από τη χαρά του) Σινασσ. -Λεύκωμα Ούλα τσανίζ'νι όμως για δα Γκούdις (Όλοι τρελαίνονται όμως για τα Goodys) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Παροιμ. Ένα άρωπο, ερυό-τρία αρώπ' αν το ειπούν τσανό, να τσανίσ̑' (Έναν άνθρωπο, δυο-τρεις άνθρωποι αν τον πουν τρελό, θα τρελαθεί˙ Γίνεται κάτι πιστευτό, όταν το διαβεβαιώνουν όλοι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Μτβ., αποτρελαίνω, ζουρλαίνω Μισθ. : Να σι τσ̑ανίσου (Θα σε τρελάνω) Μισθ. -Κοτσαν.
3. Μωραίνομαι, είμαι μωρός Σινασσ., Φάρασ.
4. Ευθυμώ Φάρασ.
5. Αμτβ., ζαλίζομαι Φάρασ. Συνών. ζαλίζω :1, σαβλακώνω, σερσεμλεντίζω, χαραφλαντίζω
β. Η μτχ., ζαλισμένος Φάρασ.