τσανίζω
(ρ.)
σανίζω
[saˈnizo]
Γούρδ.
τσανίζω
[tsaˈnizo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Σινασσ., Φάρασ.
τζανίζω
[dzaˈnizo]
Φάρασ.
τσανίζου
[tsaˈnizu]
Μισθ.
τσανdίζω
[tsanˈdizo]
Καππ.
Αόρ.
τσ̑άν'σα
[ˈtʃansa]
Αραβαν., Μισθ.
τσάντσα
[ˈtsantsa]
Μισθ., Φάρασ.
Υποτ.
τσανίσω
[tsaˈniso]
Αραβαν.
τσ̑ανίσου
[tʃaˈnisu]
Μισθ.
Μτχ.
τσανημένου
[tsaniˈmenu]
Aπό το επιθ. τσανός και το παραγωγ. επιθμ. -ίζω.
1. Αμτβ., τρελαίνομαι
Καππ., Σίλ.
:
Λάφζi χερίφος τσ̑άν'σε
(Οπωσδήποτε ο άνθρωπος τρελάθηκε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Όνdενε πήγε κι είπεν ντα ούλ-λα ετιά σο πατισ̑άχο, πατισ̑άχοζ λίγο ακούμ' να τσ̑ανίσ̑'
(Όταν πήγε και τα είπε όλα στον βασιλιά, ο βασιλιάς παραλίγο να τρελαθεί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ασ' τη χαρά τ' τσάντσεν
(Τρελάθηκε από τη χαρά του)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Ούλα τσανίζ'νι όμως για δα Γκούdις
(Όλοι τρελαίνονται όμως για τα Goodys)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Ένα άρωπο, ερυό-τρία αρώπ' αν το ειπούν τσανό, να τσανίσ̑'
(Έναν άνθρωπο, δυο-τρεις άνθρωποι αν τον πουν τρελό, θα τρελαθεί˙ Γίνεται κάτι πιστευτό, όταν το διαβεβαιώνουν όλοι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Μτβ., αποτρελαίνω, ζουρλαίνω
Μισθ.
:
Να σι τσ̑ανίσου
(Θα σε τρελάνω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
3. Μωραίνομαι, είμαι μωρός
Σινασσ., Φάρασ.
4. Ευθυμώ
Φάρασ.
β.
Η μτχ., ζαλισμένος
Φάρασ.