τσαμουρτζής
(ουσ. αρσ.)
τσ̑αμουρτσ̑ής
[tʃamurˈtʃis]
Φάρασ.
Από το ουσ. τσαμούρι και το παραγωγ. επίθμ. -τζής.
Εργάτης οικοδομής επιφορτισμένος με την προετοιμασία κονιάματος