τσανναντίζω
(ρ.)
τζ̑αν-ναντίζω
[dʒannanˈdizo]
Μαλακ.
τσ̑αν-νανdίζω
[tʃannanˈdizo]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ρ. canlanmak = ζωντανεύω, ζωηρεύω. Πβ. και διαλεκτ. τουρκ. cannatmak = ζωντανεύω (THADS, λ. cannatmak).
Ζωντανεύω, αναζωογονούμαι
ό.π.τ.