ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαντά (ουσ. ουδ.) τσ̑ανdά [tʃanˈda] Μισθ., Σινασσ. τσ̑εντέ [tʃenˈde] Ανακ., Δίλ., Τσαρικ. τσ̑εντέδια [tʃenˈdeðʝa] Ανακ., Φλογ. Αρσ. τσ̑εντ͑ές [tʃenˈtʰes] Φάρασ. τσ̑α̈ντ͑α̈́ς [tʃænˈtʰæs] Αφσάρ. Από το τουρκ. ουσ. çanta = τσάντα, όπου και διαλεκτ. τύπ. çente (THADS, λ. çente I).
1. Σχολική σάκα ό.π.τ. : Έπαρ' το τσεντέ σ', πέρασ' το σο γουργούρι σ' και άμε σο σκολειό (Πάρε τη σάκα σου, πέρασέ την (ενν. το λουρί) στον λαιμό σου και πήγαινε στο σχολείο) Ανακ. -Κωστ.Α. Τον είπα και για τη Μαριγώ, να την 'πιτάξ' τσαντά, χαρτιά, πλάκα, κοντύλια, που παγαίν' στο σκολειό (Του είπα και για την Μαριγώ, να της στείλει σάκα, χαρτιά, πλάκα, κοντύλια, που πηγαίνει στο σχολείο) Σινασσ. -Λεύκωμα Πήρα ου τσ̑αντά μ' να πάου σκόλεια, για να μη πάου σου λάσιμου (Πήρα την σάκα μου να πάω στο σχολείο, για να μην πάω στο όργωμα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Τσάντα, σάκος Δίλ. : Αβιού τσ̑εντέ (Κυνηγετικός σάκος) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Έχισ̑καν τσ̑εντέδια, ό,τι τα δίνισ̑καν θέκνισ̑καν τα εκεί μέσα (Είχαν σάκους, ότι τους έδιναν τα έβαζαν εκεί μέσα)