ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσανάκι (ουσ. ουδ.) τσανάκ [tsaˈnak] Ουλαγ. τσ̑ανάκ [tʃaˈnak] Αξ., Μισθ. τσ̑ανάχι [tʃaˈnaçi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. çanak = γαβάθα, όπου και διαλεκτ. τύπ. çanah.
Τσανάκι, είδος πήλινου πιάτου ό.π.τ. : Το σ̑ήρο η ναίκα ήφαριν σ’ ε χωμάτινο τσ̑ανάχι μέλι να φαν' οι εργάτοι (Η χήρα η γυναίκα έφερε σε ένα πήλινο πιάτο μέλι να φάνε οι εργάτες) Φάρασ. -Παπαδ. || Φρ. Του ‘φταλμού το τσ̑ανάχι (Του ματιού η γαβάθα˙ Η κόγχη του ματιού) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β