τσανάκι
(ουσ. ουδ.)
τσανάκ
[tsaˈnak]
Ουλαγ.
τσ̑ανάκ
[tʃaˈnak]
Αξ., Μισθ.
τσ̑ανάχι
[tʃaˈnaçi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. çanak = γαβάθα, όπου και διαλεκτ. τύπ. çanah.
Τσανάκι, είδος πήλινου πιάτου
ό.π.τ.
:
Το σ̑ήρο η ναίκα ήφαριν σ’ ε χωμάτινο τσ̑ανάχι μέλι να φαν' οι εργάτοι
(Η χήρα η γυναίκα έφερε σε ένα πήλινο πιάτο μέλι να φάνε οι εργάτες)
Φάρασ.
-Παπαδ.
|| Φρ.
Του ‘φταλμού το τσ̑ανάχι
(Του ματιού η γαβάθα˙ Η κόγχη του ματιού)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β