τσαμασίρι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑αμασ̑ίρι
[tʃamaˈʃiri]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. çamaşır = α) εσώρουχα β) σεντόνια γ) ρούχα για μπουγάδα.
1. Ρούχα για μπουγάδα
:
Έσ'κα τσ̑αμασ̑ιριού τσ̑η σούφρα
(Έστησα την σανίδα για τη μπουγάδα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
2. Αλισίβα για απορρυπαντικό
:
Σέκνου νιούγου στάχτση νιαρό απέσ’, να ποίσου τσ̑αμασίρι
(Βάζω λίγη στάχτη μέσα στο νερό, για να φτιάξω αλισίβα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6