ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαμασίρι (ουσ. ουδ.) τσ̑αμασ̑ίρι [tʃamaˈʃiri] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. çamaşır = α) εσώρουχα β) σεντόνια γ) ρούχα για μπουγάδα.
1. Ρούχα για μπουγάδα : Έσ'κα τσ̑αμασ̑ιριού τσ̑η σούφρα (Έστησα την σανίδα για τη μπουγάδα) Σίλ. -Κωστ.Σ.
2. Αλισίβα για απορρυπαντικό : Σέκνου νιούγου στάχτση νιαρό απέσ’, να ποίσου τσ̑αμασίρι (Βάζω λίγη στάχτη μέσα στο νερό, για να φτιάξω αλισίβα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6