τσάλντημα
(ουσ. ουδ.)
τσ̑άλτημα
[ˈtʃaltima]
Φάρασ., Φλογ.
Πληθ.
τσαλντέματα
[tsalʹdemata]
Σινασσ.
Από το ρ. τσ̑αλντώ, όπου και τύπ. τσ̑αλτώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. H ενέργεια του τσαλντώ, χτύπημα, σκούπισμα, παίξιμο κλπ.
Φάρασ., Φλογ.
2. Διάφορα κρεμασμένα αντικείμενα του σπιτιού
Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 17/10/2025