ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσάλντημα (ουσ. ουδ.) τσ̑άλτημα [ˈtʃaltima] Φάρασ., Φλογ. Πληθ. τσαλντέματα [tsalʹdemata] Σινασσ. Από το ρ. τσ̑αλντώ, όπου και τύπ. τσ̑αλτώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. H ενέργεια του τσαλντώ, χτύπημα, σκούπισμα, παίξιμο κλπ. Φάρασ., Φλογ.
2. Διάφορα κρεμασμένα αντικείμενα του σπιτιού Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 17/10/2025