τσάλντημα
(ουσ. ουδ.)
τσ̑άλτημα
[ˈtʃaltima]
Φάρασ., Φλογ.
Από το ρ. τσ̑αλντώ, όπου και τύπ. τσ̑αλτώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
H ενέργεια του τσαλντώ, χτύπημα, σκούπισμα, παίξιμο κλπ
ό.π.τ.
β.
Στο παιχνίδι ξυλίκι, η διαδικασία ρίψης της τσελίκας προς την πλευρά της αντίπαλης ομάδας