ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσάλντημα (ουσ. ουδ.) τσ̑άλτημα [ˈtʃaltima] Φάρασ., Φλογ. Από το ρ. τσ̑αλντώ, όπου και τύπ. τσ̑αλτώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
H ενέργεια του τσαλντώ, χτύπημα, σκούπισμα, παίξιμο κλπ ό.π.τ.
β. Στο παιχνίδι ξυλίκι, η διαδικασία ρίψης της τσελίκας προς την πλευρά της αντίπαλης ομάδας