τσαλχαλαντίζω
(ρ.)
τσ̑αλχαλατίζω
[tʃalxalaˈtizo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. çalkalamak = α) ανακατεύω β) ξεπλένω, όπου και διαλεκτ. τύπ. çalⱨalamag.
Ξεπλένω μαγειρικά σκεύη