τσαλκαμάς
(ουσ. αρσ.)
τσ̑αλκαμάς
[tʃalkaˈmas]
Μισθ., Τσαρικ.
Από το τουρκ. ουσ. çalkama = α-) χτύπημα, ανακάτωμα β) χτυπητός, ανακατωτός γ) διαλεκτ., ξινόγαλα (THADS 3, λ. çalkama I).
Ξινόγαλα, αριάνι
ό.π.τ.
:
Να σι ποίκου ένα τσ̑αλκαμάς;
(Να σου φτιάξω ένα αϊράνι;)
Μισθ.
-Μακρ.
Συνών.
αϊράνι