τσαλίμι
(ουσ. ουδ.)
τσαλίμι
[tsaˈlimi]
Σινασσ.
τσ̑αλίμι
[tʃaˈlimi]
Φάρασ.
τσ̑αλούμ'
[tʃaˈlum]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. çalım = α) νάζι β) προσποίηση γ) κομπασμός.
1. Σκέρτσο, νάζι, τσαλίμι
Μισθ.
2. Καμαρωτό περπάτημα
ό.π.τ.