ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαλίμι (ουσ. ουδ.) τσαλίμι [tsaˈlimi] Σινασσ. τσ̑αλίμι [tʃaˈlimi] Φάρασ. τσ̑αλούμ' [tʃaˈlum] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. çalım = α) νάζι β) προσποίηση γ) κομπασμός.
1. Σκέρτσο, νάζι, τσαλίμι Μισθ.
2. Καμαρωτό περπάτημα ό.π.τ.