τσαλγούνης
(επίθ.)
τ͑σ̑αλγούνης
[tʰʃalˈɣunis]
Φάρασ.
τ͑σ̑αλγούν'
[tʰʃalˈɣun]
Ανακ., Φάρασ.
Θηλ.
τ͑σ̑αλγούν’τ͑σα
[tʰʃalˈɣuntʰsa]
Φάρασ.
Ουδ.
σ̑αλγούνι
[tʰʃalˈɣuni]
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. çalgın = α) φυτό που λόγω ζέστης ή ψύχους δεν μπορεί να αναπτυχθεί β) αλλοιωμένο φαγητό γ) παράλυτος, παραπληγικός, που έχει πάθει συμφόρηση, όπου και τύπ. çalğın.
1. Προσβεβλημένος από αρρώστια, ιδίως για φυτά και ζώα
Φάρασ.
2. Συμφόρηση
Ανακ.
:
Πιάσε το τ͑σ̑αλγούν'
(Έπαθε συμφόρηση)
Ανακ.
-Κωστ.Α.