ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσακρίζω (ρ.) τσακρίζω Αξ. τσακρώ [tsakˈro] Αξ., Φλογ. Αγν. ετύμ. Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. cağ, çağ = α) πέτρινος λάκκος για την συλλογή των βρώμικων νερών β) κανάλι, οχετός γ) τρύπα στο λουτρό για την ροή των λυμάτων δ) μπάνιο, όπου και τύπ. çark και cark, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω και μετάθ. των [r] και [k].
Αφοδεύω ό.π.τ. : Άμε για και τσάκρισε (Άντε κατούρα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812