τσαλγιτσής
(ουσ. αρσ.)
τσ̑αλγι̂τσ̑ής
[tʃalʝiˈtʃis]
Φάρασ., Φκόσ.
τσ̑αλγιτζής
[tʃalʝiˈdzis]
Μαλακ.
Πληθ.
τσ̑αλγιτζήδοι
[tʃalʝiˈdziði]
Αφσάρ., Μαλακ., Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ουσ. çalgıcı = οργανοπαίχτης, μουσικός.
Οργανοπαίχτης
ό.π.τ.