ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαλγιτσής (ουσ. αρσ.) τσ̑αλγι̂τσ̑ής [tʃalʝiˈtʃis] Φάρασ., Φκόσ. τσ̑αλγιτζής [tʃalʝiˈdzis] Μαλακ. Πληθ. τσ̑αλγιτζήδοι [tʃalʝiˈdziði] Αφσάρ., Μαλακ., Φάρασ. Aπό το τουρκ. ουσ. çalgıcı = οργανοπαίχτης, μουσικός.
Οργανοπαίχτης ό.π.τ.