τσακουσλαντίζω
(ρ.)
τσ̑ακουσ̑λατίζου
[tʃakuʃlaˈtizu]
Φάρασ.
τσ̑ακουσλαΐζου
[tʃakuslaˈizu]
Μισθ.
Aπό το τουρκ. ρ. çekiçlemek = χτυπώ με σφυρί. Για τους τύπ. βλ. πολυτυπία του λ. τσεκούτσι.
Χτυπώ με σφυρί, καρφώνω, σφυρηλατώ.
ό.π.τ.