ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσακουσλαντίζω (ρ.) τσ̑ακουσ̑λατίζου [tʃakuʃlaˈtizu] Φάρασ. τσ̑ακουσλαΐζου [tʃakuslaˈizu] Μισθ. Aπό το τουρκ. ρ. çekiçlemek = χτυπώ με σφυρί. Για τους τύπ. βλ. πολυτυπία του λ. τσεκούτσι.
Χτυπώ με σφυρί, καρφώνω, σφυρηλατώ. ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 12/03/2025