τσακοντουριάρης
(επίθ.)
τσακονdουριάρης
[tsakonduˈrʝaris]
Σινασσ.
Από το ουσ. τσακοντούρι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Κατρουλής
Τροποποιήθηκε: 25/04/2025