τσακοντερή
(ουσ.)
τσακονdερί
[tsakondeˈri]
Μαλακ.
Από το ρ. τσακοντώ και το παραγωγ. επίθμ. -ερός θηλ. -ερή, το οπ. συχνά σχηματίζει ουσ. που δηλώνουν δοχείο, πβ. αλατερή, χωματερή.
Ουροδοχείο