τσαϊρώνα
(επίθ.)
τ͑σ̑αϊρώνα
[tʰʃaiˈrona]
Φάρασ.
τ͑σ̑εϊρώνα
[tʰʃeiˈrona]
Αφσάρ.
Από το ουσ. τσαΐρι, όπου και τύπ. τσ̑εΐρι, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Χορταρένιος
ό.π.τ.