τσαγουρντώ
(ρ.)
τσ̑αγουρντώ
[tʃaʝurˈdo]
Μισθ.
τσ̑αουρντάγω
[tʃaurˈdaɣo]
Φάρασ.
τσ̑αγουρτάου
[tʃaɣurˈtau]
Τσουχούρ., Φάρασ.
τσ̑αγουρτίζου
[tʃaɣurˈtizu]
Φάρασ.
τσαουρντίζω
[tsaurˈdizo]
Τσαρικ.
Μτχ.
τσ̑αγουρντημένου
[tʃaɣurdiˈmenu]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. çevirmek = α) στρέφω β) περιστρέφω γ) περικυκλώνω δ) επιστρέφω ε) μεταστρέφω στ) μεταφράζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. çavurmak = ράβω (THADS 3, λ. çavurmak).
1. Κυκλώνω, περικυκλώνω
ό.π.τ.
2. Περιφράζω
ό.π.τ.
:
Τσ̑αουρτισκανι τον αραπά μο το τέλι, φτέγκαντα τσετένι
(Περίφραζαν την βοϊδάμξα με το σύρμα, έφτιαχναν ένα πλέγμα από βέργες)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
β.
Η μτχ., περιφραγμένος
3. Περιστρέφω, γυρίζω
Φάρασ.
4. Σταματώ κάποιον
Μισθ.
:
Ατά τσιαγούρντα δου
(Αυτόν σταμάτησέ τον )
Μισθ.
-Κοτσαν.
5. Ράβω παπούτσια
Φάρασ.