ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαγουρντώ (ρ.) τσ̑αγουρντώ [tʃaʝurˈdo] Μισθ. τσ̑αουρντάγω [tʃaurˈdaɣo] Φάρασ. τσ̑αγουρτάου [tʃaɣurˈtau] Τσουχούρ., Φάρασ. τσ̑αγουρτίζου [tʃaɣurˈtizu] Φάρασ. τσαουρντίζω [tsaurˈdizo] Τσαρικ. Μτχ. τσ̑αγουρντημένου [tʃaɣurdiˈmenu] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. çevirmek = α) στρέφω β) περιστρέφω γ) περικυκλώνω δ) επιστρέφω ε) μεταστρέφω στ) μεταφράζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. çavurmak = ράβω (THADS 3, λ. çavurmak).
1. Κυκλώνω, περικυκλώνω ό.π.τ.
2. Περιφράζω ό.π.τ. : Τσ̑αουρτισκανι τον αραπά μο το τέλι, φτέγκαντα τσετένι (Περίφραζαν την βοϊδάμξα με το σύρμα, έφτιαχναν ένα πλέγμα από βέργες) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.
β. Η μτχ., περιφραγμένος
3. Περιστρέφω, γυρίζω Φάρασ.
4. Σταματώ κάποιον Μισθ. : Ατά τσιαγούρντα δου (Αυτόν σταμάτησέ τον ) Μισθ. -Κοτσαν.
5. Ράβω παπούτσια Φάρασ.