τσάι (II)
(ουσ. ουδ.)
τσ̑άι
[ˈtʃai]
Καππ.
Από το νεότ. ουσ. τζάϊ (και τσάγι), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çay = τσάι.
Το ρόφημα τσάι