τσαϊντίζω
(ρ.)
τσ̑αϊdι̂́ζω
[tʃajˈdɯzo]
Αραβαν.
τσ̑αϊτι-έω
[tʃaitçeo]
Φάρασ.
τσαΐζου
[tsaˈizo]
Μισθ.
Αόρ.
τσάισα
[ˈtsaisa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. caymak = μετανιώνω, αλλάζω γνώμη, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Μετανιώνω
ό.π.τ.
:
Tσάισι σεμαϊμένου
(Άλλαξε γνώμη ο αρραβωνιαστικός, ενν. και χάλασε ο αρραβώνας)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.