ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαϊντίζω (ρ.) τσ̑αϊdι̂́ζω [tʃajˈdɯzo] Αραβαν. τσ̑αϊτι-έω [tʃaitçeo] Φάρασ. τσαΐζου [tsaˈizo] Μισθ. Αόρ. τσάισα [ˈtsaisa] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. caymak = μετανιώνω, αλλάζω γνώμη, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Μετανιώνω ό.π.τ. : Tσάισι σεμαϊμένου (Άλλαξε γνώμη ο αρραβωνιαστικός, ενν. και χάλασε ο αρραβώνας) Μισθ. -Κωστ.Μ.