ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσακέτσι (ουσ. ουδ.) τσακέτσι [tsaˈcetsi] Σίλ. τσ̑ακέτσ̑' [tʃaˈcetʃ] Μισθ. τσ̑ακα̈́τσι [tʃaˈcatsi] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. ceket ή caket (< γαλλ. jaquette) = σακάκι.
1. Σακάκι Σίλ. : Τσακέτσι μου σέλει τίρια κουτσάκια (To σακάκι μου θέλει τρία κουμπιά) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Τσακέτσι μου οπ' ράψιμάν ντου χωρίσ'κι (Το σακάκι μου από την ραφή του ξηλώθηκε) -Κωστ.Σ. Φόρου ντου τσ̑ακα̈́τσι σ’ (Φόρεσε το πανωφόρι σου ) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. σάκκος
2. Φανέλα Μισθ.