τσακέτσι
(ουσ. ουδ.)
τσακέτσι
[tsaˈcetsi]
Σίλ.
τσ̑ακέτσ̑'
[tʃaˈcetʃ]
Μισθ.
τσ̑ακα̈́τσι
[tʃaˈcatsi]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. ceket ή caket (< γαλλ. jaquette) = σακάκι.
1. Σακάκι
Σίλ.
:
Τσακέτσι μου σέλει τίρια κουτσάκια
(To σακάκι μου θέλει τρία κουμπιά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Τσακέτσι μου οπ' ράψιμάν ντου χωρίσ'κι
(Το σακάκι μου από την ραφή του ξηλώθηκε)
-Κωστ.Σ.
Φόρου ντου τσ̑ακα̈́τσι σ’
(Φόρεσε το πανωφόρι σου )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
σάκκος
2. Φανέλα
Μισθ.