ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσακμάκι (ουσ. ουδ.) τσ̑ακμάχ' [tʃakˈmax] Αξ., Μισθ., Τσαρικ., Φλογ. τσ̑αχμάχ̇ι [tʃaxˈmaxi] Φάρασ. τσαχμάχ' [tsaxˈmax] Τροχ. Νεότ. τσακμάκι (στην σημ. 1· Mackridge 2021: 57), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çakmak = α) κομμάτι ατσαλιού που με την τριβή βγάζει σπίθα β) είδος αναπτήρα με πέτρα, τσακμάκι.
1. Αναπτήρας ό.π.τ. : Παντέμ' τσ̑ακμαχιού χτα̈́ρ 'νι ατό, δε ντου ρανάς; κρους του, τσ̑άφ τσαρλαϊζ' (Σαν τσακμακόπετρα είναι αυτός, δεν τον βλέπεις; Τον χτυπάς, τσαφ ανάβει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. πυρέβγο
2. Aστραπή Φλογ. : Τσαχτά τσακμάχ' (Χτυπάει αστραπή, αστράφτει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. αστραπή, γιλντιρίμι, σάφκι
3. Μτφ., έξυπνος άνθρωπος Φάρασ. Συνών. ακιλής, αντικάς, αχαμνός, κεσκίνι :2