ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αχαμνός (επίθ.) αχαμνό [axaˈmno] Αξ., Αραβαν., Ποτάμ. χαμνό [xaˈmno] Αξ., Μαλακ., Μισθ. Πληθ. Ουδ. αχαμνά [axaˈmna] Αξ., Μαλακ., Σινασσ. χαμνά [xaˈmna] Αξ., Μισθ., Τροχ., Φλογ. Από το μεσν. επίθ. χαμνός, όπου και τύπ. ἀχαμνός με προθετ. α-, το οπ. από το αρχ. χαῦνος. Βλ. χαμνίζω
1. Χαλαρός Μαλακ., Μισθ., Τροχ.
2. Αδύνατος Αραβαν., Ποτάμ. : Ετό το φσ̑άχ' αχαμνό 'ναι (Αυτό το παιδί είναι αδύνατο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. ζαΐφης
β. Άσχημος, κακός Μαλακ., Μισθ. : Καλό, χαμνό (Καλό, άσχημο, δεν βαριέσαι ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
3. Έξυπνος Αξ. : Πολύ χαμνό 'ναι ατό Ρωμιός (Πολύ έξυπνος είναι αυτός ο Ρωμιός) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. ακιλής, αντικάς, διάβολος, κεσκίνι :2, τσακμάκι
4. Το ουδ. ως ουσ., το αφράτο χώμα Αξ.
5. Το ουδ. πληθ. ως ουσ., οι όρχεις Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. Συνών. αρχίδι, κρεμαστάρι :2, ντασάχι, χαγιά