αχμάκης
(επίθ.)
αχμάκης
[axˈmacis]
Μισθ.
αχμάχος
[axˈmaxos]
Φάρασ.
αχμάχους
[axˈmaxus]
Φάρασ.
ακμάκ'
[akˈmak]
Μισθ., Ουλαγ.
ακμιάκ'
[akˈmɲak]
Μισθ.
αχμάχ'
[axˈmax]
Σινασσ.
Θηλ.
αχμάχτ͑σα
[axˈmaxtʰsa]
Φάρασ.
Ουδ.
αχμάχ̇ι
[axˈmaxi]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. ἀχμάκης (Mackridge 2021, λ. αχμάκης), το οπ. από το τουρκ. ahmak = ανόητος, όπου και διαλεκτ. τύπ. akmak και ahmah.
Ανόητος, βλάκας, αφελής
ό.π.τ.
:
Ήσουν αχμάχος, έβγκαλες τη χρεία σου, έφαμ' ντα· 'γώ πάλι αντ’ εσέν είμαι να βγκάλω τη χρεία μου, ν'τα φάς;
(Ήσουν ανόητος, έβγαλες το κολατσιό σου, το φάγαμε· εγώ σαν κι εσένα είμαι, να βγάλω το φαΐ μου να το φας εσύ;)
Φάρασ.
-Dawk.
Τα θωρούν ανdί αχμάχοι
(Την κοιτάνε σα βλάκες)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
Πολύ χαϊβάν' είσαι και πολύ αχμάχ' άνθρωπος είσαι
(Πολύ ζώον είσαι και πολύ ηλίθιος άνθρωπος είσαι)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Ζαλ άτσοντo πάλι αχμάχος τζ̑οὔμαι!
(Ε δεν είμαι και τόσο κουτός δα!)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ατό τσ̑είδι ακμάκ'
(Αυτός είναι κουτός)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
αβανάκος, ζαβός